ΚΕΝΗ ΜΙΑ ΣΤΙΣ ΤΡΕΙΣ ΚΑΤΟΙΚΙΕΣ ΠΟΥ ΚΑΛΕΙΤΑΙ ΝΑ ΠΛΗΡΩΣΕΙ ΕΝΦΙΑ

Ένα σημαντικό ποσοστό των εσόδων από τη φορολογία ακινήτων αναμένεται να προέλθει από ακίνητα, τα οποία εν πολλοίς είναι σήμερα απαξιωμένα.

Φορολογικά έσοδα της τάξεως των 4 δισ. ευρώ προσδοκά το οικονομικό επιτελείο από την αγορά ακινήτων, τη στιγμή, που με βάση τα στοιχεία που παρουσίασε χθες η Ελληνική Στατιστική Αρχή, το 35,3% των κατοικιών της χώρας είναι κενό κι έχει κατασκευαστεί πριν από 30-40 χρόνια. Ετσι, ένα σημαντικό ποσοστό των εσόδων από τη φορολογία ακινήτων αναμένεται να προέλθει από ακίνητα, τα οποία εν πολλοίς είναι σήμερα απαξιωμένα.

Μάλιστα, τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ βασίζονται στην απογραφή του 2011 και, ως εκ τούτου, δεν λαμβάνουν υπ’ όψιν την επιδείνωση των συνθηκών στην αγορά ακινήτων τη διετία 2012-2013, κατά την οποία η κρίση έπληξε καίρια τη ζήτηση. Επομένως, θα μπορούσε κάλλιστα κανείς να ισχυριστεί ότι η σημερινή εικόνα των κατοικιών της χώρας είναι ακόμα χειρότερη, αναφορικά με την κατάσταση στην οποία βρίσκονται και ασφαλώς σε σχέση με τα έσοδα τα οποία αποφέρουν στους ιδιοκτήτες τους. Η Alpha Bank προσθέτει μάλιστα σε πρόσφατη ανάλυσή της ότι η φορολογική επιβάρυνση της αγοράς ακινήτων στην Ελλάδα είναι η πέμπτη υψηλότερη στην Ε.Ε., όπως προκύπτει από σχετική έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τον φετινό Ιούνιο.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, καταγράφηκαν συνολικά 6.384.353 κατοικίες, εκ των οποίων οι 12.452 θεωρούνται μη κανονικές, δηλαδή πρόκειται για παραπήγματα και πρόχειρες κατασκευές. Από τις υπόλοιπες 6.371.901 κατοικίες, οι κενές κατοικίες ανέρχονται σε συνολικά 2.249.813 κατοικίες. Οι περισσότερες κενές κατοικίες αφορούν εξοχικά (729.964 ακίνητα), τα οποία καταλαμβάνουν το 11,5% των κενών κατοικιών, ενώ συνολικά ως εξοχικές ή δευτερεύουσες κατοικίες έχει δηλωθεί το 21,3% των κενών ακινήτων ή συνολικά σχεδόν 1,35 εκατ. κατοικίες. Αντίστοιχα, οι κενές κατοικίες που διατίθενται για ενοικίαση ανέρχονται σε 453.901 (7,1%), ενώ τα κενά απούλητα ακίνητα καταλαμβάνουν το 1,4% του συνόλου, αριθμώντας συνολικά 88.996 κατοικίες.

Πάντως, όπως τονίζει η ΕΛΣΤΑΤ, υψηλό ποσοστό κενών κατοικιών καταγράφεται και σε άλλες χώρες της Ε.Ε., όπως η Πορτογαλία με 31,9%, η Μάλτα με 31,8%, η Βουλγαρία με 31,4% και η Κύπρος με 31,1%. Χαμηλά ποσοστά κενών κατοικιών εμφανίζουν η Πολωνία με 2,5%, το Ηνωμένο Βασίλειο με 3,6% και το Λουξεμβούργο με 7,2%.

Σε κάθε περίπτωση, το απόθεμα των κατοικιών της χώρας δεν θεωρείται υψηλής ποιοτικής στάθμης. Συγκεκριμένα, το μεγαλύτερο ποσοστό των κατοικιών, και συγκεκριμένα το 22,6% ή 1,43 εκατ. κατοικίες, κατασκευάστηκε την περίοδο 1971-1980, ενώ επιπλέον 1 εκατ. κατοικίες κατασκευάστηκαν την αμέσως προηγούμενη δεκαετία του 1960. Οσον αφορά την περίοδο 2001 και 2011, ο αριθμός των νέων κατοικιών που κατασκευάστηκαν ανήλθε σε 986.843 κατοικίες.

Σημειωτέον ότι το 44,7% του συνόλου των κατοικιών βρίσκεται σε πολυκατοικίες, με τη συντριπτική πλειονότητά τους (96,1%) να βρίσκεται σε αστικά κέντρα. Από τα στοιχεία που αφορούν την επιφάνεια (τετραγωνικά μέτρα) των κατοικούμενων κατοικιών του συνόλου της χώρας και των ατόμων που κατοικούν σε αυτές, προκύπτει ότι κατά μέσο όρο αντιστοιχούν 34,6 τετραγωνικά μέτρα ανά κάτοικο. Από τη μελέτη των σχετικών στοιχείων προκύπτει ότι ο μέσος αριθμός δωματίων ανά κατοικία είναι 3 δωμάτια.

Επίσης, η απογραφή του 2011 επιβεβαίωσε μια ακόμα πραγματικότητα: το υψηλό ποσοστό ιδιοκατοίκησης. Συγκεκριμένα, το 73,2% των κατοικούμενων κατοικιών είναι ιδιοκατοικούμενες, ενώ το 21,7% των κατοικιών αποτελούν αντικείμενο ενοικίασης. Το υπόλοιπο 5,1% αφορά άλλους τύπους κυριότητας, όπως, π.χ., η συνεταιριστική ιδιοκτησία.